Κινώντας κατά τα αγαπημένα μου Άγραφα συνήθιζα πάντα να σταματώ στη Βαρβαριάδα, σε αυτό το λιλιπούτειο συνοικισμό του Μάραθου με τα 3-4 φτωχικά σπιτάκια δίπλα στον Αγραφιώτη ποταμό. Άφηνα το αυτοκίνητο αρκετά πριν και τραβούσα κατά κει ποδαράτος και σιγά, πάντα σιγά, λες και διάβαινα μια αόρατη πύλη προς το μαγικό κόσμο των Αγράφων. Ζερβά μου το ποτάμι το προαιώνιο, δεξιά τα δασόφυτα πλάγια και μπροστά μου διάπλατα ανοιχτή… η αγκαλιά του μπάρμπα Λάμπρου! Έτσι ακριβώς τον θυμάμαι το γέροντα να ‘ρχεται προς το μέρος μου μόλις με έβλεπε. Με ανοιχτή την αγκαλιά, μέχρι που έσμιγαν οι αγκαλιές.
"Που ‘σαι ωρέ παλικάρι, μαύρη πέτρα μωρέ;", σου ‘βγαζε αμέσως το παράπονο για την μακρά απουσία. Σπάνια του εξηγούσα για την Αθήνα και τις έγνοιες της δικής μου καθημερινότητας. Δεν ήθελα να τον μολέψω. Καλά ήταν εκεί. Προτιμούσα να τον ακούω. Είναι προτιμότερο να τους ακούς τους παλιούς. Τα καλοκαίρια πάντα καθόμασταν απέξω, σε ένα παράξενο "τραπέζι", τρόπος του λέγειν δηλαδή, ήταν ένα από κείνα τα τεράστια καρούλια της ΔΕΗ που τουμπαρισμένο στα πλάγια χρησίμευε σα μεγάλη στρογγυλή τάβλα. Μέχρι να καταλάβεις, σου ‘φερνε παγωμένο το νερό από τη διπλανή βρύση. Τον τράταρα τσιγάρο. Έφερνε τη μπουκάλα. Όταν τύχαινε να τον τρακάρω χειμώνα, πάντα μπαίναμε μέσα στο μαγαζάκι του, εκείνη τη γηραλέα παράγκα με τα παλιά σανιδένια ράφια, τις πλεχτές καρέκλες και τα τραπεζάκια με την πράσινη φορμάικα. Στον τοίχο κρεμασμένο το τρανζίστορ, πιο εκεί ο «πήχης» και παραδίπλα το κατρουτσάκι. Κι όπως έπεφτε η βροχή στον τσίγκο, έτσι στάλαζε και το τσίπουρο στα ρακοπότηρά μας. Κι η σόμπα. Ε ρε αυτή η ξυλόσομπα, πόσο κοσμάκη ζέστανε και πόσους μουσκεμένους διαβάτες στέγνωσε δεκαετίες ολάκερες.
Ο μπάρμπα-Λάμπρος των Αγράφων, κατά κόσμο Λάμπρος Κοντογούνης, ήταν για πολλά, για πάρα πολλά, χρόνια ο Ακρίτας της Αγραφιώτικης Γης. Αυτό το ταπεινό μαγαζάκι αποτελούσε χωρίς υπερβολή "κέντρο διερχομένων". Δεν ξέρω ούτε έχω ακούσει άνθρωπο που να αγαπάει πραγματικά τα Άγραφα και να μη στάθηκε κάποια στιγμή εδώ. Το μαγαζί είχε μεγάλη ιστορία, αποτελούσε ένα ζωντανό "μουσείο" όλης της περιοχής. Πρωτολειτούργησε από τους γονείς του Λάμπρου, τον Γιώργη και τη Σαββούλα, το 1937 σαν χάνι. Ένα ζεστό φιλόξενο ορεσίβιο καταφύγιο για τους περαστικούς που ανηφόριζαν κατά τα απομονωμένα Αγραφιώτικα χωριά: Μάραθο, Μοναστηράκι, Επινιανά, Άγραφα, Βραγγιανά, Τρίδεντρο, Τροβάτο. Διέκοψε τη λειτουργία του το 1947 στον εμφύλιο, όταν ο κυβερνητικός στρατός ξερίζωσε τους κατοίκους της περιοχής για να μην βρίσκουν οι αντάρτες στήριξη κι έτσι, λοιπόν, και οι Κοντογούνηδες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Αγρίνιο. Με το λεγόμενο "επαναπατρισμό" το 1950, η καμινάδα στο χάνι κάπνισε ξανά. Στρωματσάδα, ένα κατσαρολάκι ζεστό φαγητό και πάνω απ’ όλα καλή καρδιά! Λίγο μετά, ανέλαβε ο ίδιος ο νεαρός, τότε, Λάμπρος κι από εκεί κι ύστερα το μαγαζάκι δεν διέκοψε ποτέ ξανά τη λειτουργία του. Κι όταν κάποτε, κοντά στο ’80, με την κατασκευή του δρόμου, έπαψε πλέον να υφίσταται ως χάνι, παρέμεινε το θρυλικό μαγαζάκι-σύμβολο της Βαρβαριάδας, με πέντε έξι μικροείδη πρώτης ανάγκης στα ραφάκια του, με τους μεζέδες, το κρασάκι και τα αξέχαστα νυχτέρια με τα βιολιά και τα κλαρίνα. Στη γιορτή της Αγιά Βαρβάρας ο μπάρμπα-Λάμπρος διοργάνωνε πάντα το δικό του πανηγυράκι εκεί, μέσα στην παραγκούλα του! Τούτο το γεγονός ήταν η μεγάλη του χαρά, το δικό του "τάμα". Και του ‘δινε και καταλάβαινε!
Ο γέροντας ήτανε σωστό παλικάρι. Τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του δεν τον έβαζαν κάτω. Τη χαίρονταν "τη ρουφιάνα" τη ζωή o μπάρμπα Λάμπρος. Η άγρια μα όμορφη Αγραφιώτικη φύση ήτανε το σπίτι του, οι "βλαβερές" μικροαπολαύσεις η χαρά του. Με τα κυνήγια του, τα ψαρέματά του, τα τσίπουρά του, τα τσιγάρα του, τα κλαρίνα του, τις γυροβολιές του στα πανηγύρια, τα αθώα πειράγματα στη γνωστή Γιώτα, την τραγουδίστρια δημοτικών τραγουδιών, που ο κοτσονάτος γέροντας θαύμαζε και ήταν η αδυναμία του. Ωραίος "ως Έλλην"! Ο μπάρμπα-Λάμπρος με την τρανή γενειάδα, ήταν η ζωντανή απόδειξη της αέναης μάχης ανάμεσα στο αυθεντικό παρελθόν που αντιστέκεται αρνούμενο πεισματικά να παραδοθεί στο φτιασιδωμένο παρόν. Τα γλέντια και οι χοροί που κρατούσαν ως το πρωί μέσα στο φτωχικό μαγαζάκι του, έγραψαν ιστορία και συζητιούνται ακόμα. Κι ο ίδιος ήταν πάντα η ψυχή της παρέας. Γελαστός, αν και πολλές φορές, τελευταία, τον θυμάμαι εκεί που γέλαγε, ξάφνου να βγάνει ένα βαθύ αναστεναγμό. Να ήταν η ανάμνηση της κυράς του "που ‘φυγε" νωρίτερα ή τάχα η θύμηση του χαμένου του γιού; Κάτι έλεγε που και που. Απόφευγα να ρωτάω παραπάνω. Κάποια φορά σκέφτηκα ότι μπορεί κιόλας να διαμαρτυρόταν στη ζωή. Με το δικό του τρόπο…
Το ‘χε καμάρι ο μπάρμπα Λάμπρος εκείνο το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ/ταινία του αείμνηστου Γιώργου Κολόζη στο οποίο συμμετείχε και ο ίδιος! Ακόμη πιο πολύ, όμως, κι από αυτή την προσωπική του παρουσία "στο γυαλί", καμάρωνε για το γεγονός ότι εκείνος είχε οδηγήσει "τα παιδιά της τηλεόρασης", στη Σπηλιά του Κατσαντώνη, ψηλά στο Μοναστηράκι, για να γίνει το αφιέρωμα στον Ευρυτάνα επαναστάτη. Είχε να το λέει: "να μάθει ο κόσμος για τον ξεχασμένο Κατσαντώνη" έλεγε και ξανάλεγε. Λυπόταν που δεν είχε καταφέρει ακόμη να πάει κάτω στον Αχελώο στο "πήδημα του Κατσαντώνη", στο απόκρημνο σημείο όπου ο Αγραφιώτης μαχητής προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του έδωσε ένα τεράστιο σάλτο πέρα από το ποτάμι, πράγμα που σήμερα ίσως και να αποτελούσε παγκόσμια διάκριση! "Αυτοί είμαστε οι Αγραφιώτες, για τη λευτεριά πετάμε σαν πουλιά, άμα χρειαστεί" μου ‘λεγε. Ούτε ήθελε να ακούει για πόλεις. Την Άνοιξη του 2009 πέρασα με μια παρέα από εκεί. Μια κοπέλα τον ρώτησε ανυποψίαστη: "Μπάρμπα Λάμπρο θα έφευγες ποτέ από τα Άγραφα;".Αυτός με το γλυκό ύφος που πάντα είχε απέναντι στις γυναίκες, της αποκρίθηκε: "Σε λίγο καιρό, μ’ αυτά που γένονται, θα παρακαλάτε εσείς παιδιά μου να ανεβείτε, εγώ από εδώ θα φύγω μόνο με συνοδειά τους αγγέλους"!
Έμαθα το χαμό του γέροντα δυο-τρεις μέρες αφότου είχε συμβεί (18-2-2011). Εκείνο το βράδυ που πήρα το πικρό μαντάτο, ένιωσα σαν κάτι από τον αυθεντικό κόσμο των Αγράφων να πέρασε στην αιωνιότητα. Ξαναπέρασα από τη Βαρβαριάδα μετά καιρό. Δεν μπόρεσα να σταματήσω. Την επόμενη φορά, το περσινό φθινόπωρο, το έκανα. Αλλά δεν ήτανε όπως τότε. Ένα χαρτάκι με ένα αφιερωμένο ποίημα έστεκε καρφιτσωμένο στην κλειδωμένη ξυλόπορτα του ορφανού μαγαζιού. Κοίταξα από το θολό τζάμι. Κάποιοι καλοί άνθρωποι, δεν ξέρω ποιοι, είχαν φροντίσει να μην πειραχτεί τίποτε από το μαγαζάκι. Όλα έμειναν στη θέση τους όπως την τελευταία μέρα. Ήταν μάλλον ο καλύτερος φόρος τιμής. Έκανα ένα γύρο από την πίσω πλευρά της παράγκας και πρόσεξα, παραχωμένα μέσα στη λάσπη, δυο παλιά κεραμικά άσπρα ντουί από αυτά που φόραγαν παλιά στις ξύλινες κολόνες της Δεη. Τα ξέχωσα και τα ‘πλυνα στη βρύση του μπάρμπα Λάμπρου. Τα πήρα μαζί μου. Μια καλή φίλη ζωγράφισε επάνω κάτι, να το ‘χω "θυμητικό" από κεί.
Δεν τον είδα να ‘ρχεται με το μπουκαλάκι το τσίπουρο παραμάσχαλα. Ερημιά…
Παιδιά σας ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση του άρθρου μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια...