Παρά τις αυξήσεις των φόρων παρουσίασε άνοδο πωλήσεων 15%, ενώ η πτώση των άλλων ποτών ξεπέρασε το 20%
Αποτελεί κοινό µυστικό µεταξύ των ποτοποιών η διαπίστωση ότι στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας το εµφιαλωµένο τσίπουρο είναι το πιο δυναµικό αλκοολούχο προϊόν της ελληνικής αγοράς. Χρόνο µε τον χρόνο η ανάπτυξή του «έτρεχε» µε... διψήφιο ποσοστό και αρκετές χρονιές ήταν πάνω από το 25%.
Το ούζο βρήκε έναν ισχυρό ανταγωνιστή. Και όταν οι µεγάλες εταιρείες διανοµών το τοποθέτησαν στο χαρτοφυλάκιό τους, αποκτώντας πλέον το προϊόν πανελλαδική διανοµή, η υπεροχή του επιβεβαιώθηκε. Η δυναµική του εµφιαλωµένου τσίπουρου διαπιστώθηκε κυρίως στη διάρκεια του 2010, όταν ήταν το µοναδικό αλκοολούχο ποτό που παρουσίασε άνοδο και µάλιστα της τάξεως του 15% – η πτώση των άλλων αλκοολούχων ήταν πάνω από 20%.
Αλλαξαν τα πρότυπα των καταναλωτών
Αλλά και εφέτος παρά τις αυξήσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ η κατανάλωση του εµφιαλωµένου τσίπουρου συνεχίζει να αυξάνεται µε ρυθµούς της τάξεως του 15% - 20%. Αν και τα πράγµατα είναι ίσως πιο περίπλοκα. Η οικονοµική κρίση διαµορφώνει νέα καταναλωτικά πρότυπα. Στην προκειµένη περίπτωση είναι εµφανής η στροφή των καταναλωτών σε φθηνά αλκοολούχα ποτά – όπως στο κρασί και στην µπίρα.
Από την άλλη πλευρά το εµφιαλωµένο τσίπουρο όλα αυτά τα χρόνια αναπτυσσόταν και συνεχίζει να αναπτύσσεται κυρίως εις βάρος τού χύµα προϊόντος – το οποίο είναι κατά τεκµήριον και στις περισσότερες περιπτώσεις αµφίβολης ποιότητας προϊόν.
Η στροφή λοιπόν της κατανάλωσης στα φθηνά αλκοολούχα ποτά αποτελεί έναν εν δυνάµει κίνδυνο για το εµφιαλωµένο τσίπουρο. Αξίζει µάλιστα να σηµειωθεί ότι περίπου το 60% της συνολικής κατανάλωσης τσίπουρου είναι το χύµα.
Από την άλλη πλευρά, αρκετές µικρές οινοποιίες δηµιουργήθηκαν στη διάρκεια των δύο προηγούµενων δεκαετιών. Ηταν η δεκαετία του 1990, που η αγορά του κρασιού αλλάζει. Και από τις «µαζικές µάρκες» οι έλληνες οινοποιοί – και κυρίως µια νέα γενιά επιχειρηµατιών που εισήλθε στην αγορά γεµάτη σχέδια και φιλοδοξίες – προχωρούν στην παραγωγή των λεγόµενων «µικρών κρασιών». Ανατέλλει η εποχή των «κτηµάτων».
Η αγορά µπαίνει σε νέα εποχή και οι έλληνες καταναλωτές ανακαλύπτουν τις εκατοντάδες νέες ετικέτες που κυκλοφορούν.
Ακολουθώντας τις νέες τάσεις
Η ύφεση αλλάζει όλα τα δεδοµένα. Σήµερα όµως, διαπιστώνοντας το µέγεθος της κρίσης που πλήττει το εµφιαλωµένο κρασί, στρέφονται σιγά-σιγά προς την αγορά του εµφιαλωµένου τσίπουρου. Επιχειρούν και πάλι να εκµεταλλευθούν το νέο ρεύµα για να διατηρηθούν στην αγορά και να επιβιώσουν. Κι έτσι στις ήδη λειτουργούσες περίπου 300 ποτοποιίες προστίθεται και σηµαντικός αριθµός µικρών οινοποιιών. Τα στοιχεία φαίνεται να τους επιβεβαιώνουν.
Οι πωλήσεις του εµφιαλωµένου τσίπουρου στην ελληνική αγορά από 33 εκατ. ευρώ που ήταν στη διάρκεια του 2006 ανήλθε στα 53,1 εκατ. ευρώ το 2009 και το 2010 πλησίασε τα 60 εκατ. ευρώ.
Στο ίδιο διάστηµα η πορεία του ούζου κινήθηκε αντίστροφα, από 63 εκατ. ευρώ που ήταν το 2006 έπεσε στα 59,2 εκατ. ευρώ το 2009 και πέρυσι οι πωλήσεις του στην Ελλάδα κινήθηκαν σε επίπεδα χαµηλότερα των 50 εκατ. ευρώ.
Εκτιµάται ότι το µερίδιο του εµφιαλωµένου τσίπουρου ως προς τον όγκο της συνολικής κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών υπερβαίνει το 12% και ως προς την αξία το 10%.
Η τάση µεταξύ των δύο παραδοσιακών αλκοολούχων ποτών φαίνεται να έχει αλλάξει, αλλά η εξαγωγική δυναµική του ούζου παραµένει ισχυρή, και αυτό αποτελεί και το συγκριτικό του πλεονέκτηµα έναντι του τσίπουρου.
Στέλνουν ποτά όπου υπάρχουν Ελληνες!
Η οικογένεια Αποστολάκη – Μικρασιάτες την καταγωγή, από τη Σµύρνη – αποτελεί µια παραδοσιακή κλασική περίπτωση ποτοποιών στον Βόλο. Και η ιστορία της αρχίζει από τα µέσα της δεκαετίας του 1950. Τα αδέλφια Ανδρέας και Απόστολος Αποστολάκης δηµιουργούν το 1954 την εταιρεία Αφοί Αποστολάκη ΟΕ και ασχολούνται µε το εµπόριο αλκοολούχων ποτών. Και το 1967 προχωρούν στην παραγωγή – «ο Ανδρέας είχε δουλέψει σε άλλη ποτοποιία και είχε µάθει την τέχνη» λέει ο κ. ∆. Αποστολάκης, αντιπρόεδρος σήµερα της εταιρείας Argowine Αποστολάκης ΑΕ. Παράγουν λοιπόν τα τρία βασικά προϊόντα, ούζο, λικέρ και µπράντι. Αλλά εµφιαλώνουν και κρασί µε την επωνυµία «Αργώ».
Η µικρή βιοτεχνική ποτοποιία των αδελφών Αποστολάκη από την πρώτη στιγµή «βρήκε την άκρη» και έκανε εξαγωγές. Ξεκίνησε από τη Γερµανία και τα ελληνικά εστιατόρια και σιγά-σιγά προχώρησε και σε άλλες χώρες, την Αυστρία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Βρετανία – κυρίως όµως όπου υπήρχαν έλληνες µετανάστες. Από το 1991 ως το 1996 πολλαπλασιάζει τις εξαγωγές της, κερδίζοντας σηµαντικά κεφάλαια. Και το 1996 που οι δύο ιδρυτές αποφασίζουν να «βάλουν στο παιχνίδι» την επόµενη γενιά, τα παιδιά τους Απόστολο και ∆ηµήτρη, δηµιουργούν µια νέα εταιρεία, την Argowine Αποστολάκης ΑΕ, επιχειρώντας να εκµεταλλευθούν το ρεύµα της εποχής.
Αγοράζουν λοιπόν στον κάµπο του Αλµυρού µια περιοχή 100 στρεµµάτων, που στα αµέσως επόµενα χρόνια αποκτά τον δικό της αµπελώνα. Και παράλληλα η οικογένεια δηµιουργεί το νέο της οινοποιείο. Κατ’ αρχήν παράγει και εµφιαλώνει κρασί. Ωστόσο την ίδια περίοδο το εµφιαλωµένο τσίπουρο στη Μαγνησία γνωρίζει τις πρώτες δόξες του στα τσιπουράδικα της περιοχής. Τα δύο ξαδέλφια, που πλέον διοικούν την εταιρεία, δεν θέλουν να υστερήσουν απέναντι στον ανταγωνισµό. Και το 1999 τοποθετούνται οι αποστακτήρες του τσίπουρου. Αµέσως αρχίζει και η παραγωγή του. Οι πωλήσεις όµως της εταιρείας άρχισαν να αυξάνονται µε εντυπωσιακούς ρυθµούς µετά το 2006. Οι Απόστολος και ∆ηµήτρης Αποστολάκης έδωσαν µεγάλη έµφαση στην προώθηση του τσίπουρου κυρίως στην περιοχή της Αττικής.
Η εποχή όµως έχει και πάλι αλλάξει. Η κατηγορία των «µικρών κρασιών» και των «κτηµάτων» βρίσκεται σε µεγάλη κρίση. Ετσι το «κέντρο βάρους» της επιχείρησης αλλάζει και πάλι. Τα δύο ξαδέλφια δίνουν µεγάλη έµφαση στο τσίπουρο – και πλέον στο σύνολο των πωλήσεών τους το τσίπουρο συνεισφέρει το 65% και το κρασί το 35%, ενώ µόλις το 2008 η σχέση ήταν αντίστροφη. Ωστόσο παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουν στην εσωτερική αγορά δεν ξέχασαν τις εξαγωγές, έστω και αν πλέον είναι µόλις 15% (Γερµανία, Κύπρος, Ισπανία, Βουλγαρία, ΠΓ∆Μ), από 100% που είχαν φθάσει κάποτε.
Οι πωλήσεις της εταιρείας στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων αυξάνονται µε ρυθµούς πάνω από 20%. Από 1,866 εκατ. ευρώ που ήταν το 2008 ανήλθαν στα 2,292 εκατ. ευρώ το 2009 και στα 2,762 εκατ. το 2010. Εφέτος, όπως λέει ο κ. Αποστολάκης, οι πωλήσεις θα κινηθούν στα περυσινά επίπεδα.
tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου