yt7RcBL2LbtVhTuhg5kcnuj7oIA

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Από 1η Ιουνίου 2010 και μετά αλλάζει ο τρόπος εξόφλησης των φορολογικών στοιχείων που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για συναλλαγές άνω των 3.000 ευρώ ανά στοιχείο.

Σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 25 του άρθρου 19 του νέου φορολογικού νόμου (3842/2010), αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της § 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ.

Από 1η Ιουνίου 2010 και μετά αλλάζει ο τρόπος εξόφλησης των φορολογικών στοιχείων που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για συναλλαγές άνω των 3.000 ευρώ ανά στοιχείο.

Κωνσταντίνος Νιφορόπουλος
Ορκωτός Ελεγκτής - Λογιστής

Κωνσταντίνος Δημ. Γραβιάς
Πτυχιούχος Οικον. Παν/μίου Πειραιά
Λογιστής – Φοροτεχνικός


Πρόλογος

Σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 25 του άρθρου 19 του νέου φορολογικού νόμου (3842/2010), αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της § 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ.
Πιο συγκεκριμένα η περίπτωση α’ της παραγράφου 25 έχει ως εξής:
«Ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή έκδοσης του λήπτη του στοιχείου. Σε περίπτωση εκχώρησης επιταγών τρίτων εκδίδεται άμεσα λογιστική απόδειξη εκχώρησης αξιογράφων στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία των εκχωρούμενων επιταγών.»
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν απαραίτητες για την διασφάλιση της εμφάνισης περισσότερων συναλλαγών και την αποτροπή της έκδοσης για μια συναλλαγή περισσότερων στοιχείων με μεγαλύτερη αξία.

Ιστορική αναδρομή.
Η § 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της είχε ως εξής:

« Ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας 15.000 ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή.
Κατ’ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών.»

Ανάλυση

Πρόκειται για μια πολύ σημαντική αλλαγή που επήλθε με το νέο φορολογικό νόμο, η οποία επηρεάζει άμεσα τον τρόπο εξόφλησης των φορολογικών στοιχείων που αφορούν αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις. Μάλιστα πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση ι’ της § 1 του άρθρου 92 του νόμου αυτού, από το μεθεπόμενο μήνα από τη δημοσίευση, δηλαδή από 1.6.2010.
Θεωρήσαμε σκόπιμο να ενημερώσουμε τους συναδέλφους λογιστές, φοροτεχνικούς, οικονομολόγους κ.λπ. για τη σημαντική αυτή αλλαγή, διότι υπάρχει πιθανότητα λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας που παρατηρείται αυτό το χρονικό διάστημα στους επαγγελματίες του χώρου, να πέρασε απαρατήρητη η διάταξη αυτή σε μεγάλη μερίδα συναδέλφων.

Σταχυολογώντας την παραπάνω διάταξη θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής:

α) Μειώνεται στα 3.000,00 € και άνω ανά φορολογικό στοιχείο από 15.000,00 € που ήταν προηγουμένως, το όριο άνω του οποίου υπάρχει υποχρέωση εξόφληση τιμολογίων με συγκεκριμένους τρόπους.

β) Οι τρόποι αυτοί είναι :
1) Εξόφληση μέσω τραπεζικού λογαριασμού. ( Ίσχυε και πριν την τροποποίηση).
2) Εξόφληση με επιταγή του αγοραστή, δηλαδή του λήπτη του στοιχείου. (Ίσχυε και πριν την τροποποίηση και μάλιστα η επιταγή αυτή έπρεπε να είναι δίγραμμη, ενώ τώρα δεν απαιτείται ).
3) Εξόφληση με επιταγές πελατείας του αγοραστή (αυτός ο τρόπος εξόφλησης προστέθηκε με τη νέα διάταξη, δεν ίσχυε πριν την τροποποίηση). Όμως στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να εκδίδεται άμεσα λογιστική «απόδειξη εκχώρησης αξιογράφων» στην οποία θα αναγράφονται τα στοιχεία των εκχωρούμενων επιταγών.

Κατά την άποψη μας και μέχρι την έκδοση σχετικής ερμηνευτικής εγκυκλίου από τη διοίκηση του Υ.Ο. θα πρέπει να αναγράφονται : - Αριθμός και Τράπεζα της επιταγής, - Εκδότης, - Πελάτης μας που μας έδωσε την επιταγή – Ποσό επιταγής . Επιπροσθέτως πιστεύουμε ότι θα διευκόλυνε η επισύναψη στο παραστατικό εγγραφής « απόδειξη εκχώρησης αξιογράφων » ) , του φωτοαντίγραφου της επιταγής.

Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι προφανώς θα ισχύουν και για τη νέα διάταξη αυτά που ίσχυαν και για το παλαιό καθεστώς και τα οποία είχαν διευκρινιστεί με αποφάσεις του Υπουργείου Οικονομικών, ήτοι :

α) Η διάταξη θα αφορά τους αγοραστές ( λήπτες στοιχείων ) και όχι τους πωλητές. Δηλαδή οι κυρώσεις αφορούν τον αγοραστή και όχι τον πωλητή.

β) Το όριο των 3.000 ευρώ περιλαμβάνει το σύνολο της αξίας του τιμολογίου που έχει ληφθεί, δηλαδή περιλαμβάνει και τον Φ.Π.Α του τιμολογίου.

γ) Αφορά όλες τις εξοφλήσεις φορολογικών στοιχείων άνω των 3.000 ευρώ το καθένα, ανεξάρτητα αν η πληρωμή τους γίνεται τμηματικά ή ακόμα και όταν δίδονται προκαταβολές.

δ) Δεν εφαρμόζεται για συναλλαγές με το εξωτερικό. Η εξόφληση των προμηθευτών της αλλοδαπής μπορεί να γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο ισχύει για τις σχετικές συναλλαγές.

ε) Για κάθε ένα δελτίο αποστολής θα πρέπει να εκδίδεται και ένα τιμολόγιο, το οποίο εφόσον είναι αξίας 3.000 ευρώ και άνω, θα εξοφλείται από το λήπτη του με τους τρόπους που αναφέρονται ανωτέρω. Δηλαδή, εξετάζεται ανά φορολογικό στοιχείο και κατά συνέπεια για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης ενδιαφέρει η αξία κάθε συναλλαγής η δε καταστρατήγηση των ανωτέρω διατάξεων διερευνάται σε κάθε περίπτωση από τον φορολογικό έλεγχο.

στ) Επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής εταιρείας και θυγατρικών εταιρειών. Τέτοιος συμψηφισμός δεν επιτρέπεται για τις άλλες εταιρείες, (δηλαδή όταν οι αντισυμβαλλόμενοι είναι προμηθευτές εταιρειών και ταυτόχρονα πελάτες ).

Εν κατακλείδι θα θέλαμε να παραθέσουμε έναν προβληματισμό μας που ανέκυψε από τη συνδυαστική ανάγνωση των άρθρων 18 και 30 του Κ.Β.Σ. Στο άρθρο 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και ειδικότερα στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού ορίζονται το εξής:
« 3. Τα βιβλία και στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανεπαρκή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά:
α) δεν τηρεί ή δεν διαφυλάσσει το βιβλίο παραγωγής – κοστολογίου ή το βιβλίο τεχνικών προδιαγραφών ή το βιβλίο ή δελτίο ποσοτικής παραλαβής που ορίζεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα αυτού,
β) τηρεί ή εκδίδει ή διαφυλάσσει τα βιβλία και στοιχεία του Κώδικα αυτού κατά τρόπο που αντιβαίνει τις διατάξεις αυτού ή τηρεί βιβλία κατηγορίας κατώτερης εκείνης στην οποία εντάσσεται,
γ) λαμβάνει εικονικά ως προς τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικά στοιχεία διακίνησης ή αξίας,
δ) εξοφλεί τιμολόγια αξίας 15.000 ευρώ και άνω με τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο.
ε) δεν συντάσσει και δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών τον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης, που ορίζεται από την περίπτωση Γ της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού ή συντάσσει αυτόν ανακριβώς.

Οι πράξεις ή οι παρατυπίες ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής τότε μόνο συνιστούν ανεπάρκεια, όταν δεν οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη ή όταν καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο και όχι απλώς δυσχερή το λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων.

Δεν συνιστούν αντικειμενική αδυναμία ελέγχου οι περιπτώσεις που αναφέρονται σε διαπιστωθείσες πλημμέλειες στα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία, καθώς και η αδυναμία αναπαραγωγής του περιεχομένου του θεωρημένου οπτικού δίσκου του βιβλίου αποθήκης, όταν καλύπτονται από καταστάσεις ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα αναλυτικά στοιχεία, τα οποία παρέχονται στο φορολογικό έλεγχο στην προθεσμία που τάσσεται από αυτόν, με την προϋπόθεση ότι προκύπτουν με σαφήνεια τα δεδομένα, ώστε να είναι δυνατές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις και επαληθεύονται αυτά από τα βιβλία και στοιχεία.

Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη.»

Ο προβληματισμός μας έγκειται στο γεγονός πως ενώ ο νομοθέτης μείωσε το όριο του άρθρου 18 άνω του οποίου υπάρχει υποχρέωση εξόφλησης τιμολογίων με συγκεκριμένους τρόπους (από 15.000,00 σε 3.000,00), στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου το άφησε ως είχε, δηλαδή 15.000,00. Το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: Αυτό συνέβη εκ παραδρομής ή ο νομοθέτης θέλησε να είναι επιεικέστερος ως προς το κύρος των βιβλίων και την ανεπάρκεια αυτών για τις συναλλαγές από 3.000,00 έως 15.000,00 ευρώ ;

Η απάντηση θα δοθεί σίγουρα στις διευκρινιστικές αποφάσεις που θα εκδώσει η διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου