yt7RcBL2LbtVhTuhg5kcnuj7oIA

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Πυρηνική Ενέργεια: Αναπόφευκτη Επιλογή – Λευτέρης Τσουκαλάς & Σταύρος Μπασέας

Στη μεταπετρελαιϊκή εποχή, η πυρηνική ενέργεια είναι αναγκαία για την Ελλάδα. Ενεργειακή ανεξαρτησία, καθαρό περιβάλλον, εναλλακτικές μορφές ανάπτυξης (όπου ο ρυπαίνων πληρώνει) είναι στόχοι που με την παρουσία του ατόμου στο ενεργειακό μίγμα, γίνονται προσιτοί. Χωρίς την πυρηνική ενέργεια η Ελλάδα θα οδεύσει απροετοίμαστη, αν όχι άοπλη, σε ένα πεδίο πρωτόγνωρων ιστορικών προκλήσεων.

Τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης, πετρέλαιο, αέριο), η υδροηλεκτρική και η πυρηνική ενέργεια παραμένουν οι κύριες πηγές παραγωγής ενέργειας βάσης λόγω της μεγάλης ενεργειακής πυκνότητας που τις χαρακτηρίζει − η θερμοδυναμική ευνοεί πηγές με υψηλή ενεργειακή πυκνότητα/θερμοκρασία. Αντίθετα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή και η αιολική, εξ’ αιτίας της μεγάλης διακύμανσης καθώς και της χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας τους μόνο ως συμπληρωματικές της ενέργειας βάσης μπορούν να θεωρηθούν.

Η χρήση συμπληρωματικών εναλλακτικών αχνών μορφών ενέργειας μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στην μείωση και του οικονομικού κόστους καθώς και της περιβαλλοντολογικής επιβάρυνσης. Το κόστος όμως θα αυξηθεί ραγδαία αν παραβιασθεί η φύση αυτών των αποκεντρωτικών μορφών ενέργειας με την γιγάντωση τους. Το μέτρο θα έχει χαθεί όταν ο πολύ πετυχημένος σε μικρή κλίμακα ηλιακός ή φωτοβολταϊκός ή αιολικός, χρησιμοποιηθεί, στην Ελληνική μορφολογία εδάφους, σαν ο κύριος πυλώνας ενός ακριβού δικτύου παραγωγής ηλεκτρικού βιομηχανικού ρεύματος.

Η Δανία μπορεί να έχει αποτελεσματικό αιολικό σύστημα που καλύπτει το 20% των ενεργειακών αναγκών της ακριβώς επειδή μπορεί να στηριχθεί σε ένα εκτενές σύστημα υδροηλεκτρικής και πυρηνικής ενέργειας βάσης (Σουηδία). Ενα σημαντικό μέρος της αιολικής ενέργειας όταν φυσά άνεμος αντικαθιστά την «υδροηλεκτρική» ενέργεια η οποία χρησιμοποιείται στην νηνεμία. Παρόμοιο μοντέλο ακολουθεί και η Γερμανία. Η Ελλάδα σε τι ενέργεια βάσης θα στηριχθεί για να δημιουργήσει τις δικές της αναγκαίες, και αυτονόητες λόγω κλίματος και θέσης, εναλλακτικές μορφές ενέργειας; Στην παραγωγή ενέργειας βάσης από λιγνίτη και εισαγόμενο αέριο; Ή στα πυρηνικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια της Τουρκίας και της Βουλγαρίας;

Αυτή την στιγμή, πάνω από 93% των ενεργειακών αναγκών της χώρας καλύπτονται από ρυπαρά έως ρυπαρότατα (λιγνίτες-58%) ορυκτά καύσιμα. Η ενέργεια από λιγνίτη μέχρι τώρα ήταν πάμφθηνη. Το κακό όμως είναι, ότι κάθε τόνος λιγνίτη εκλύει 2.5 τόνους διοξειδίου του άνθρακα, χωριστά από τούς άλλους ρύπους, μερικοί καρκινογόνοι. Με την συνθήκη του Κιότο, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώνει πρόστιμα που θα εξαπλασιάσουν το κόστος, δηλαδή πολλά δις ευρώ το χρόνο, και η φθηνή ενέργεια από λιγνίτη θα είναι παρελθόν.

Το Υπουργικό Συμβούλιο, στην τελευταία απόφασή του, βάζει σαν στόχο για το 2020 το 20% της ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ). Ο στόχος είναι πρόοδος στην σωστή κατεύθυνση αν η κοινωνία είναι ενήμερη τού κόστους της απαραίτητης εγκαταστημένης ικανότητας που απαιτείται για την πραγμάτωσή του. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αν και η εγκατεστημένη ικανότητα για υδροηλεκτρική ενέργεια είναι για 15%, μόνο 6% της ενέργειας της χώρας προέρχεται από το νερό και το ίδιο γίνεται και με την αιολική εγκατεστημένη ικανότητα που σήμερα είναι πολλαπλάσια του 0.3% των ενεργειακών που όντως καλύπτει.

Δηλαδή είναι πολύ υπαρκτός ο κίνδυνος η χώρα να ξοδέψει τεράστια ποσά για εγκαταστάσεις ΑΠΕ και στο τέλος η ενεργειακή σπονδυλική στήλη της χώρας να παραμένει με τα ορυκτά καύσιμα (με την ευχή για καθαρό λιγνίτη). Η κοινωνία είναι σε θέση να σταθμίσει κινδύνους, όπως π.χ. μια παγκόσμια καταστροφή από το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή οικονομικές και κοινωνικές αναταραχές από έλλειψη ενέργειας, και να απορρίπτει ή όχι λύσεις όπως είναι η πυρηνική ενέργεια, σταθμίζοντας ένα πυρηνικό ρίσκο πολύ μικρής πιθανότητας ενόψει της βεβαιότητας της ήδη συντελούμενης μικρής έντασης μεν οικολογικής καταστροφής, αλλά με πολύ μεγάλο συσωρευτικό οικολογικό αντίκτυπο δε.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να κατασκευάσει μετά από σχετική προετοιμασία έναν πυρηνικό σταθμό με 2 αντιδραστήρες 3ης Γενιάς (τύπου EPR, ABWR ή AP1100), να λειτουργήσει τους αντιδραστήρες για 60 χρόνια, και να τους αποδομήσει επιτυχώς επιστρέφοντας την θέση στην αρχική της κατάσταση για ένα συνολικό ποσό που κυμαίνεται μέχρι 15 δις ευρώ. Το καύσιμο θα προέρχεται από άλλη χώρα (π.χ. Γαλλία) και τα ραδιενεργά απόβλητα θα επιστρέφονται πάλι στη χώρα που παρήγαγε το πυρηνικό καύσιμο για ανακύκλωση. Μια τέτοια επένδυση εξασφαλίζει ενέργεια βάσης περίπου 25 GWh ετησίως χωρίς εκπομπές (σήμερα η ΔΕΗ παράγει συνολικά περίπου 58 GWh ετησίως) με χαμηλό τιμολόγιο για 60 χρόνια (περίπου 4-5 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα). Ας σημειώσουμε ότι για να παραχθεί η αντίστοιχη ενέργεια από αιολικά, οι δαπάνες θα ξεπερνούσαν εύκολα τα 120 δις ευρώ και απαιτούν περίπου 28,000 ανεμογεννήτριες ενός MW εγκατεστημένης ισχύος.

Ιστορικά, ο φόβος για ό,τι πυρηνικό πηγάζει από την σχέση του ουρανίου με πολεμικές εφαρμογές και σε κάποιο βαθμό εξυπηρετεί τον έλεγχο της τεχνολογίας, προς όφελος αυτών των εφαρμογών, από τις νόμιμες Πυρηνικές Δυνάμεις (τις πέντε χώρες που έκαναν πυρηνική δοκιμή πριν το 1/1/1967). Είναι αναμφισβήτητα ένας φόβος με ρίζες στην πραγματικότητα και ως εκ τούτου έχει απεριόριστες δυνατότητες διαρκούς ανανέωσης. Ο φόβος αποθαρρύνει την επιθυμία πρόσβασης στους απροετοίμαστους (τους “αγεωμέτρητους”). Αλλά, όπως και με άλλες σοβαρές τεχνολογίες, απαιτείται σεβασμός, και όχι φόβος. Η Ελλάδα σήμερα τηρεί πολλές προϋποθέσεις πρόσβασης στην πυρηνική ενέργεια. Ξεκινώντας με την προσπάθεια απόκτησης πυρηνικής τεχνογνωσίας στο παρελθόν (ΔΕΗ, Δημόκριτος, Πανεπιστήμια και Πολυτεχνεία), η χώρα έχει άριστους μηχανικούς και επιστήμονες και διεθνή παρουσία στην πυρηνική τεχνογνωσία.

Η Συνθήκη του Κιότο (σε ισχύ μέχρι το 2012) εξαιρεί την ναυτιλία και τις αερομεταφορές από περιορισμούς εκπομπών αυτό όμως δεν θα διαρκέσει για πολύ. Η Ελληνόκτητη ναυτιλία με 3400 πλοία και μερίδιο περίπου 20% στη παγκόσμια βιομηχανία θαλασσίων υπηρεσιών, θα επηρεασθεί άμεσα και σε βάθος χρόνου από μια τέτοια αλλαγή. Η συμπερίληψη της ναυτιλίας, ως σημαντικής πηγής έκλυσης αερίων, στην νέα παγκόσμια συνθήκη, συνιστά μια άνευ προηγουμένου ιστορική πρόκληση. Εμμέσως, πλην σαφώς, στην Ελλάδα θα χρεωθούν περίπου 40 εκατομμύρια τόνοι εξοικονόμησης σε ετήσια βάση. Σήμερα η χώρα παράγει συνολικά 95 εκατομμύρια τόνους CO2, ενώ το όριο που της αναλογεί από τη Συνθήκη του Κιότο είναι 70 εκατομμύρια τόνοι, κάτι που πρέπει μέχρι το 2020 να μειωθεί στα 56 εκατομμύρια τόνους.

Η θέση της κ. Μπιρμπίλη ότι «κλείνουμε την πόρτα στην πυρηνική ενέργεια» δεν είναι απλά ένας βραχυπρόθεσμα ανέξοδος δογματισμός. Είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος μακροπρόθεσμης υπονόμευσης των εναλλακτικών μορφών ενέργειας. Είναι μια εφήμερη πολιτική εκτίμηση που αδικεί τον Ελληνικό λαό και τον εκθέτει σε σοβαρούς κινδύνους από επερχόμενες ανεξέλεγκτες διεθνείς ενεργειακές, περιβαλλοντικές και οικονομικές κρίσεις. Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα αποδώσουν εφ’ όσον υπάρχει ικανή και μη ρυπογόνα ενέργεια βάσης.

Ο Λευτέρης Τσουκαλάς είναι Καθηγητής πυρηνικής τεχνολογίας στο πανεπιστήμιο «Πέρντιου», στο Ουεστ Λάγαγιετ των ΗΠΑ.


Ο Σταύρος Μπασέας είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός.

Επίσης σχετικά με το θέμα, διαβάστε την εισήγηση του Λ. Τσουκαλά “Ημερίδα του ΤΕΕ Κ. Μακεδονίας «Πυρηνική Ενέργεια: Λύση για την κλιματική αλλαγή ή απειλή στο περιβάλλον;»“, Θεσσαλονίκη 9 Δεκεμβρίου 2009.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε την 17 Ιανουαρίου, 2010 στίς 19:43 από τον/την συγγραφέα "ΕΛΙΑΜΕΠ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου